-
1 υστέρω
ὕστερονthe afterbirth: neut nom /voc /acc dualὕστερονthe afterbirth: neut gen sg (doric aeolic)ὕστεροςlatter: masc /neut nom /voc /acc dualὕστεροςlatter: masc /neut gen sg (doric aeolic)——————ὕστερονthe afterbirth: neut dat sgὕστεροςlatter: masc /neut dat sg -
2 ὑστέρω
-
3 υστερω
adv. позже, после Diog.L. -
4 υστερώ
ὑστερέωto be behind: pres subj act 1st sg (attic epic doric)ὑστερέωto be behind: pres ind act 1st sg (attic epic doric) -
5 ὑστερῶ
ὑστερέωto be behind: pres subj act 1st sg (attic epic doric)ὑστερέωto be behind: pres ind act 1st sg (attic epic doric) -
6 ὑστέρω
ὑστέρω, hintennach, zu spät -
7 ὑστέρω
Βλ. λ. υστέρω -
8 ὑστέρῳ
Βλ. λ. υστέρω -
9 υστερώ
-
10 ὑστερῶ
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > ὑστερῶ
-
11 υστερώ
[истэро] р. отставать, запаздывать, отставать, бьггь отсталым (в чем-либо),Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > υστερώ
-
12 υστερώ
[истэро] ρ отставать, запаздывать, отставать, бьггь отсталым (в чем-либо). -
13 υστερώ
geride kalmak -
14 υστερος
I3[compar. без posit.]1) следующий или находящийся позади2) второй(ὅ ὕ. λόχος καὴ ὅ τρίτος Xen.)
Ἀναλυτικὰ πρότερα καὴ ὕστερα «Аналитика первая и вторая» ( название сочинения Аристотеля);Διονύσιος ὅ ὕ. Arst. — Дионисий Второй (Младший)3) отстающий, опаздывающийοὐδὲν ὕ. νεώς Aesch. — ни на шаг не отставая от корабля:
ὑστέρῳ ποδί Eur. — медленным шагом;μῶν ὕστεραι πάρεσμεν ; Arph. — разве мы опоздали?4) следующий (во времени), ближайшийτῷ ὑστέρῳ ἔτει Xen. — в следующем году;
ὕ. ἐμοῦ Arph. — после (позднее) меня;ὑστέρῳ χρόνῳ τούτων Her. — после этого;ὕ. ὤρνυτο χαλκῷ Hom. — затем ринулся с мечом (Патрокл);κακῶν ὕ. ἀφῖγμαι ; Eur. — разве я пришел, когда несчастье уже случилось?5) уступающий (в чём-л), низшийγένει ὕ. Hom. — младший;
οὐδενὸς ὕ. τινι Thuc. — никому не уступающий в чем-л.;γυναικὸς ὕ. Soph. — слабее женщины;πάντα ὕστερα εἶναι τἆλλα πρός τι νομίζειν Thuc. — считать все остальное второстепенным по сравнению с чем-л.;ὕστερον αὑτὸν τοῦ νόμου τιθέναι Plut. — подчиняться закону - см. тж. ὕστερα, ὑστέρα и ὕστερονIIὅ (преимущ. pl.) потомок Eur., Plat. etc. -
15 уступать
уступатьнесов, уступить сов1. (отказываться добровольно) παραχωρώ, ἐκχωρώ, ἀφήνω:\уступать место παραχωρώ τήν θέση μου· \уступать кому́-л. дорогу παραμερίζω· \уступать первенство παραχωρώ τά πρωτεία·2. (соглашаться, покоряться) ὑποχωρώ, ἐνδίδω:\уступать просьбам ἐνδίδω στίς παρακλήσεις· \уступать силе ὑποχωρώ μπροστά στή δύναμη· \уступать желанию Ικανοποιώ τήν ἐπιθυμία κάποιου· не \уступать ни на шаг δέν ὑποχωρώ οὔτε βήμα·3. (в чем-л.\уступатьпри сравнениях) ὑστερω:\уступать кому́-л. в храбрости ὑστερώ σέ ἀνδρεία· не \уступать кому-л. в чем-л. δέν ὑστερώ ἀπό κάποιον σέ τίποτα·4. (в цене) κάνω ἐκπτωση, κάνω σκόντο:не \уступать ни копейки δέν κάνω σκόντο ὁὔτε ἕνα καπίκι. -
16 ὕστερος
ὕστερος (verwandt mit ὑπό, ὕψος, superl. ὕστατος), Letzterer, hinterherkommend, darauf folgend; Il. 5, 17; für δεύτερος, 16, 479; ὑστέρας δ' ἔχων πώλους Soph. El. 724; gew. von der Zeit, hinterher, später, auch zu spät, τινός, Il. 16, 333; ὑστέρῳ χρόνῳ Pind. P. 4, 56; Aesch. Ag. 686 u. sonst; Her. 1, 130. 3, 149; ὑστέρῳ χρόνῳ τουτέων, später als diese, 4, 166. 5, 32. 9, 83; ἡ ὑστέρη Ὀλυμπιάς, die nächst folgende Olympiade, 6, 103; ἐξ ὑστέρο υ, hinterdrein, nochmals, auch ἐξ ὑστέρης, 5, 106. 6, 85; λόγος, die zweite Rede vor Gericht, Antiph. 6, 14. – Bei den Aerzten τὰ ὕστερα, die Nachgeburt; auch Arist. H. A. 7, 9. – Ὕστερον, adverbial, Her. 6, 140. 9, 150; Tragg.; Ar. ὕστερον τοῠ δέοντος ἅπαντα δρᾶν, Lys. 57; ὕστερον ἐλϑεῖν τοῦ σημείου Vesp. 690; in Prosa: ὕστερον δὲ τούτων Is. 1, 11; ὕστερον ἔτι τουτέων Her. 9, 83; auch ὕστερα, Od. 16, 319; ἐς ὕστερον, 12, 126; Hes. O. 353; Her. 5, 41; – ὕστεροι ἀφίκοντο τῆς ἐν Μαραϑῶνι μάχης γενομένης μιᾷ ἡμέρᾳ Plat. Legg. III, 698 e; οἱ δ' ἄλλοι ὕστεροι ἡμῶν ᾔεσαν, gingen hinter uns, Lys. 206 e; ἡμέραις ὕστερον τρισὶ τῆς ἀναζυγῆς Pol. 3, 49, 1; auch ὕστερον ἢ αὐτοὺς οἰκῆσαι, Thuc. 6, 4. – Uebrtr., nachstehend, geringer, schwächer, unterliegend, γυναικὸς ὕστερος, einem Weibe unterliegend, Soph. Ant. 742; πρωτογόνων ἴσως ἀνδρῶν οὐδενὸς ὕστερος Phil. 181, vgl. 1351; Sp.
-
17 уступать
уступать, уступить 1) παραχωρώ; υποχωρώ (соглашаться) \уступать место παραχωρώ θέση 2) (в цене ) κάνω σκόντο 3) (быть хуже) υστερώ, υπολείπομαι; μειονεκτώ* * *= уступить1) παραχωρώ; υποχωρώ ( соглашаться)уступа́ть ме́сто — παραχωρώ θέση
2) ( в цене) κάνω σκόντο3) ( быть хуже) υστερώ, υπολείπομαι; μειονεκτώ -
18 υστέρωι
-
19 ὑστέρωι
-
20 ὕστερος
ὕστερος, ὕστᾰτοςa comp., laterμελιγάρυες ὕμνοι ὑστέρων ἀρχὰ λόγων τέλλεται O. 11.5
“ χρόνῳ ὑστέρῳ” (Er. Schmid: δ' ὑστέρῳ codd.) P. 4.56ἕποιτο μοῖρα καὶ ὑστέραισιν ἐν ἁμέραις P. 10.17
b superl., last καὶ κεῖνος (= Αὐγέας) ἀβουλίᾰ ὕστατος ἁλώσιος ἀντάσαις θάνατον αἰπὺν οὐκ ἐξέφυγεν (i. e. after Herakles had already slain Kteatos and Eurytos) O. 10.41
См. также в других словарях:
υστερώ — υστερώ, υστέρησα βλ. πίν. 73 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
υστερώ — όω, Μ υστερώ. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. τού ρ. ὑστερώ, κατά τα συνηρημένα σε όω]. ὑστερῶ, έω, ΝΜΑ [ὕστερος] 1. καθυστερώ, αργοπορώ 2. μτφ. είμαι κατώτερος, υποδεέστερος σε κάτι έναντι άλλου 3. (α. «υστερεί τού αδελφού της ως προς τη μνήμη» β.… … Dictionary of Greek
υστερώ — υστέρησα, υστερημένος 1. αμτβ., μένω ύστερος, μένω πίσω, καθυστερώ, αργοπορώ. 2. μτφ., είμαι ύστερος, κατώτερος κάποιου, υπολείπομαι, μειονεκτώ: Υστερεί απ τη φίλη της. 3. μτφ., δεν επαρκώ σε κάτι, είμαι ανεπαρκής για κάτι, είμαι ελαττωματικός,… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ὑστερῶ — ὑστερέω to be behind pres subj act 1st sg (attic epic doric) ὑστερέω to be behind pres ind act 1st sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑστέρω — ὕστερον the afterbirth neut nom/voc/acc dual ὕστερον the afterbirth neut gen sg (doric aeolic) ὕστερος latter masc/neut nom/voc/acc dual ὕστερος latter masc/neut gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑστέρῳ — ὕστερον the afterbirth neut dat sg ὕστερος latter masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑστέρωι — ὑστέρῳ , ὕστερον the afterbirth neut dat sg ὑστέρῳ , ὕστερος latter masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εφυστερώ — ἐφυστερῶ, έω (Α) 1. υστερώ, καθυστερώ («ὅσα ἐφυστερήκει τοῑς καιροῑς», Ιώσ.) 2. γίνομαι ύστερα 3. (με γεν.) μένω πίσω. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ὑστερῶ (< ὕστερος)] … Dictionary of Greek
καθυστερώ — (AM καθυστερῶ, έω) 1. μένω πίσω, υστερώ, υπολείπομαι σε κάτι (α. «καθυστερεί στα μαθηματικά» β. «περὶ τἆλλα πάντα καθυστερῶν καὶ τῆ φύσει καὶ τῆ κατασκευῆ», Πολ.) 2. αργώ να φθάσω κάπου, αργοπορώ (α. «το πλοίο καθυστερεί» β. «οὗτος μὲν ὑπελείπετο … Dictionary of Greek
καταδέω — (I) καταδέω (Α) 1. δένω στερεά («ἵππους μὲν κατέδησαν... ἱμᾱσι φάτνη ἐφ ἱππείῃ» Ομ. Ιλ.) 2. περιδένω, περιτυλίγω («θραῡμά ἐστι καταδῆσαι», ΠΔ) 3. βάζω σε δεσμά, φυλακίζω («συνέλαβε σφέας καὶ κατέδησε», Ηρόδ.) 4. καταδικάζω κάποιον για έγκλημα 5.… … Dictionary of Greek
λείπω — (AM λείπω, Μ και λείβγω) 1. δεν υπάρχω, ελλείπω (α. «από το βιβλίο λείπουν τα πρώτα φύλλα» β. «λείπουσι δὲ [αἱ τρίχες] καὶ ῥέουσι κατὰ τὴν ἡλικίαν αἱ ἐκ τῆς κεφαλῆς καὶ μάλιστα καὶ πρῶται», Αριστοτ. γ. «λείπει μὲν οὐδ ἃ πρόσθεν εἴδομεν τὸ μὴ οὐ… … Dictionary of Greek